απαντέχω

απαντέχω
-άντεξα, περιμένω, ελπίζω: Χρόνια τώρα τον απάντεχε τον αρραβωνιαστικό της.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • απαντέχω — (Μ ἀπαντέχω) περιμένω, προσδοκώ, ελπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. απαντέχω < αρχ. υπαντέχω «υπομένοντας κάτι αντέχω», απ όπου «υπομένω, καρτερώ, ελπίζω»] …   Dictionary of Greek

  • παντέχω — απαντέχω, προσδοκώ, περιμένω. [ΕΤΥΜΟΛ. < απαντέχω, με σίγηση τού αρκτικού α (βλ. λ. απαντέχω)] …   Dictionary of Greek

  • αναπάντεχος — και ανεπάντεχος και ανηπάντεχος και απάντεχος, η, ο 1. αυτός που δεν τόν περιμένει κανείς, απροσδόκητος, απρόβλεπτος, ανέλπιστος, ξαφνικός 2. το ουδ. ως ουσ. αυτό που συμβαίνει απροσδόκητα, το απρόοπτο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αναπάντεχος < αν * στερ. + …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • απαντοχή — η [απαντέχω] ηθικό ή υλικό στήριγμα, ελπίδα, καρτερία …   Dictionary of Greek

  • αναπάντεχος — αναπάντεχος, η, ο και ανεπάντεχος, η, ο επίρρ. α (στερητ. αν και ρ. απαντέχω = περιμένω), αυτός που δεν περιμένουμε, απροσδόκητος: Αναπάντεχα νέα μάς έφερες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ελπίζω — έλπισα, μτβ. και αμτβ. 1. προσδοκώ, απαντέχω, έχω καλές ελπίδες για το μέλλον: Δεν έπαψα ποτέ να ελπίζω. 2. (με τελική ή ειδική πρόταση), θεωρώ πιθανό, φαντάζομαι, πιστεύω: Ελπίζω να συνεννοηθήκαμε. ― Ελπίζω ότι θα γίνει καλά σύντομα. 3. (με την… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παντέχω — και απαντέχω περιμένω, αναμένω, προσδοκώ: Επειδή αθετώντας τους όρκους τους πολεμάμε, συμφορές γι αυτό μας απαντέχουν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσδοκώ — ελπίζω, αναμένω, απαντέχω: ...Μη προσδοκώντας πλούτη να σου δώσει η Ιθάκη (Καβάφης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”